- βαθύμετρο
- το(αστρον.), όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η κλίση του ορίζοντα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαθύμετρο — το 1. όργανο ακρίβειας για τη μέτρηση του βάθους, διαφοράς στάθμης, διαφόρων μηχανικών κοιλοτήτων (οπών, εγκοπών κ.λπ.) 2. (ή «κλισιόμετρο ορίζοντος») οπτικό όργανο που χρησιμοποιείται κυρίως από τους ναυτικούς και με τον οποίο προσδιορίζεται η… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek